χαλκεοτευχής

χαλκεοτευχής
χαλκεο-τευχής, ές,
A armed in brass, E.Supp.999 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαλκεοτευχής — και εσφ. γρφ. χαλκοτευχής, ές, Α οπλισμένος με χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + τευχής (< τεῦχος «αντικείμενο, όπλο»), πρβλ. ἀ τευχής, τοξο τευχής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεοτευχέος — χαλκεοτευχής armed in brass masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοτευχής — ές Α (εσφ. γρφ.) βλ. χαλκεοτευχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”